ανυσματικός

ανυσματικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει στο άνυσμα: Τα ανυσματικά μεγέθη μπορούν να παρασταθούν.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ανυσματικός — ή, ό ο σχετικός με το άνυσμα …   Dictionary of Greek

  • νυδιάστατος κόσμος — Ορολογία στη μαθηματική επιστήμη με προεκτάσεις στη φιλοσοφία. Στα τέλη του προηγούμενου αιώνα η ευκλείδια γεωμετρία που περιγράφει τρισδιάστατα συστήματα έπαψε να αποτελεί το κύριο εργαλείο στα χέρια των μαθηματικών. Σε αυτό συντέλεσαν οι… …   Dictionary of Greek

  • Χάμιλτον, σερ Ουίλιαμ Ρόουαν — (Hamilton, Δουβλίνο 1805 – 1865). Ιρλανδός αστρονόμος και φυσικομαθηματικός. Συμπλήρωσε το έργο του Λαγκράνζ στη μαθηματική έρευνα της κλασικής μηχανικής. Το όνομά του είναι συνδεδεμένο με τις εξισώσεις του X. (ή θεμελιώδη τύπο των εξισώσεων της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”